-
1 боль
боль ж о πόνος, το άλγος острая \боль о έντονος πόνος боли в желудке о στομαχόπονος испытывать \боль αισθάνομαι πόνο* * *жο πόνος, το άλγοςо́страя боль — ο έντονος πόνος
бо́ли в желу́дке — ο στομαχόπονος
испы́тывать боль — αισθάνομαι πόνο
-
2 боль
-и θ.πόνος, οδύνη, άλγος•головная боль πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία•
испытывать боль αισθάνομαι, πόνο•
зубная боль πονόδοντος, οδονταλγία•
острая боль οξύς (δυνατός) πόνος.
|| μτφ. θλίψη, λύπη, στενοχώρια•душевная боль ψυχικός πόνος•
с -ыо в сердце με πόνο στην καρδιά.
-
3 горе
-
4 мука
-
5 острый
острый 1) μυτερός· κοφτερός· \острый нож το κοφτερό μαχαίρι 2) (о пище) οξύς· καυτερός· πιπεράτος (тж. перен.)' \острый сыр το πιπεράτο τυρί ◇ \острыйая боль о δυνατός (или οξύς) πόνος* * *1) μυτερός; κοφτερόςо́стрый нож — το κοφτερό μαχαίρι
2) ( о пище) οξύς; καυτερός; πιπεράτος (тж. перен.)о́стрый сыр — το πιπεράτο τυρί
••о́страя боль — ο δυνατός ( или οξύς) πόνος
-
6 страдание
-
7 утихать
утихать, утихнуть ησυχάζω, καλμάρω, κοπάζω (о ветре); παύω (прекратиться)' ветер утихает о άνεμος κοπάζει; боль утихла о πόνος έπαψε* * *= утихнутьησυχάζω, καλμάρω, κοπάζω ( о ветре); παύω ( прекратиться)ве́тер утиха́ет — ο άνεμος κοπάζει
боль ути́хла — ο πόνος έπαψε
-
8 болезненность
-и θ.ασθένεια, αρρώστια• νοσηρότητα• πόνος, οδύνη•болезненность ребенка η αρρώστια του παιδιού•
болезненность укола ο πόνος της ένεσης.
-
9 покалывать
ρ.δ.μ. κεντρίζω, κεντώ, νύσσω. || απρόσ. με σουβλά ο πόνος•-ет в боку περνά σουβλερός πόνος στο πλευρό.
-
10 постреливать
ρ.δ.1. βλ. стрелять με σημ. αραιά, ενίοτε.2. μου περνά πόνος•постреливать в ухе μου περνά πόνος στ αυτί.
-
11 боль
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боль
-
12 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
13 головной
головной I): \головной убор το καπέλο \головнойая боль о κεφαλό" πόνος, о πονοκέφαλος 2): \головной вагон το μπροστινό βαγόνι* * *1)головно́й убо́р — το καπέλο
головна́я боль — ο κεφαλόπονος, ο πονοκέφαλος
2)головно́й ваго́н — το μπροστινό βαγόνι
-
14 прекратить
-
15 прекратиться
прекратиться, прекращаться σταματώ, παύω· боль прекратилась о πόνος σταμάτησε* * *страд. от прекратить -
16 боль
больж ὁ πόνος, τό ᾶλγος:зубная \боль ὁ πονόδοντος; головная \боль ἡ κεφαλαλγία, ὁ πονοκέφαλος; испы́тывать (причинять) \боль αἰσθάνομαι (προξενώ) πόνο. -
17 головной
голов||но́йприл1. τοῦ κεφαλιού, κεφαλικός:\головнойная боль ὁ κεφαλό-πονος· \головнойно́й убо́р τό καπέλλο· \головнойио́й мозг ὁ ἐγκέφαλος·2. (передний) μπροστινός, πρόσθιος:\головнойно́й отряд ἡ προφυλακή, ἡ ἐμπροσθοφυλακή. -
18 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι. -
19 жгучий
жгу́ч||ийприл1. (горячий) καυτερός, καυστικός:\жгучийие лучи солнца οἱ καυτερές ἀκτίνες τοῦ ήλίου·2. перен φλογερός, τσουχτερός, καυτερός, δριμύς, ὁξύς:\жгучий мороз τό τσουχτερό κρύο· \жгучий взгляд τό φλογερό βλεμμα· \жгучийая боль ὁ δριμύς πόνος· \жгучийие слезы τά μαύρα δάκρυα· \жгучий стыд ντροπή πού καίει· ◊ \жгучий брюнет πολύ με-λαχροινός, μελαψός. -
20 жестокий
жесток||ийприл1. σκληρός, ἄσπλα[γ]χνος, ὠμός:\жестокий человек ὁ ὠμός (или ὁ ἄσπλα[γ]χνος) ἀνθρωπο;·2. (очень сильный) σκληρός, σφοδρός, δριμύς:\жестокийая боль ὁ δυνατός πόνος· \жестокий мороз τό δριμύ ψβχος· \жестокийое сопротивление ἡ σφοδρή ἀντίσταση· \жестокийие бой οἱ σκληρές μάχες· \жестокийая необходимость ἡ ἀδυσώπητη ἀνάγκη.
См. также в других словарях:
πόνος — work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του … Dictionary of Greek
μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος … Dictionary of Greek
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πόνε — πόνος work masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοις — πόνος work masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)